σκοταδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκοταδισμός < σκοτάδ(ι) + -ισμός & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική obscurantisme [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sko.ta.ðiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐τα‐δι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκοταδισμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκοταδισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκοταδισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας