σκοταδίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκοταδίστρια < σκοταδιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκοταδίστρια θηλυκό
- θηλυκό του σκοταδιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκοταδίστρια
|
σκοταδίστρια θηλυκό
|