σκοτίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκοτίδι | τα | σκοτίδια |
γενική | του | σκοτιδιού | των | σκοτιδιών |
αιτιατική | το | σκοτίδι | τα | σκοτίδια |
κλητική | σκοτίδι | σκοτίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοτίδι < *(κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκοτίδιον ή *(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκοτίδιον (υποκοριστικό του σκοτάδι) < αρχαία ελληνική σκότος + -ίδιον[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skoˈti.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐τί‐δι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκοτίδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το σκοτάδι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκοτίδι
→ δείτε τη λέξη σκοτάδι |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σκοτίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας