σκοτίδιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοτίδιασμα < σκοτίδιασ- (σκοτιδιάζω) + -μα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skoˈti.ðʝa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐τί‐δια‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκοτίδιασμα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκοτίδιασμα
→ δείτε τη λέξη σκοτείνιασμα |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σκοτίδιασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας