σκοπελίτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκοπελίτικος < Σκοπελίτης + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίασκοπελίτικος
- που έχει σχέση με τη Σκόπελο ή τους Σκοπελίτες ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκοπελίτικος
|
σκοπελίτικος
|