Σκοπελίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sko.peˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκο‐πε‐λί‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Σκοπελίτης < Σκόπελ(ος) + -ίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκοπελίτης αρσενικό (θηλυκό Σκοπελίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κατοικεί ή κατάγεται από τη Σκόπελο
Συγγενικά
επεξεργασία- Σκόπελος
- σκοπελίτικος
- Σκοπελίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σκοπελίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σκοπελίτης | οι | Σκοπελίτηδες |
γενική | του | Σκοπελίτη* | των | Σκοπελίτηδων |
αιτιατική | τον | Σκοπελίτη | τους | Σκοπελίτηδες |
κλητική | Σκοπελίτη | Σκοπελίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σκοπελίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σκοπελίτης < πατριδωνυμικό Σκοπελίτης [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκοπελίτης αρσενικό (θηλυκό Σκοπελίτη ή Σκοπελίτου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 25.