σκληρόλυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκληρόλυση | οι | σκληρολύσεις |
γενική | της | σκληρόλυσης* | των | σκληρολύσεων |
αιτιατική | τη | σκληρόλυση | τις | σκληρολύσεις |
κλητική | σκληρόλυση | σκληρολύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκληρολύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκληρόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerolysis < αρχαία ελληνική σκληρός + λύσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκληρόλυση θηλυκό
- (ιατρική) διαδικασία κατά την οποία πραγματοποιείται διάλυση ή αποδόμηση σκληρών ή ινωδών ιστών με τη χρήση ειδικών ουσιών ή μεθόδων (όπως ο ιοντισμός)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκληρόλυση