↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληροκόκαλος η σκληροκόκαλη το σκληροκόκαλο
      γενική του σκληροκόκαλου της σκληροκόκαλης του σκληροκόκαλου
    αιτιατική τον σκληροκόκαλο τη σκληροκόκαλη το σκληροκόκαλο
     κλητική σκληροκόκαλε σκληροκόκαλη σκληροκόκαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληροκόκαλοι οι σκληροκόκαλες τα σκληροκόκαλα
      γενική των σκληροκόκαλων των σκληροκόκαλων των σκληροκόκαλων
    αιτιατική τους σκληροκόκαλους τις σκληροκόκαλες τα σκληροκόκαλα
     κλητική σκληροκόκαλοι σκληροκόκαλες σκληροκόκαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκληροκόκαλος < σκληρός + -ο- + κόκαλο + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

σκληροκόκαλος, -η, -ο

  1. (σπάνιο, κυριολεκτικά) που έχει σκληρά κόκαλα
  2. (σπάνιο, μεταφορικά) σκληραγωγημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία