σκιόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκιόφιλος < σκι(ά) + -ο- + -φιλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίασκιόφιλος
- (βοτανική) που ευδοκιμεί σε μέρος που έχει σκιά, που δεν έχει άμεσο ηλιακό φως
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκιόφιλος
|