↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαρμούτσο τα σκαρμούτσα
      γενική του σκαρμούτσου των σκαρμούτσων
    αιτιατική το σκαρμούτσο τα σκαρμούτσα
     κλητική σκαρμούτσο σκαρμούτσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαρμούτσο < παλαιά ιταλική schermuzzio < μεσαιωνική λατινική *skirmutium < φραγκική skirmjan[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skaɾˈmu.t͡so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκαρ‐μού‐τσο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκαρμούτσο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)