↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαπτός η σκαπτή το σκαπτό
      γενική του σκαπτού της σκαπτής του σκαπτού
    αιτιατική τον σκαπτό τη σκαπτή το σκαπτό
     κλητική σκαπτέ σκαπτή σκαπτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαπτοί οι σκαπτές τα σκαπτά
      γενική των σκαπτών των σκαπτών των σκαπτών
    αιτιατική τους σκαπτούς τις σκαπτές τα σκαπτά
     κλητική σκαπτοί σκαπτές σκαπτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαπτός < αρχαία ελληνική σκαπτός[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

σκαπτός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σκαπτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.



ζητούμενο λήμμα