Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκανδιναβικός η σκανδιναβική το σκανδιναβικό
      γενική του σκανδιναβικού της σκανδιναβικής του σκανδιναβικού
    αιτιατική τον σκανδιναβικό τη σκανδιναβική το σκανδιναβικό
     κλητική σκανδιναβικέ σκανδιναβική σκανδιναβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκανδιναβικοί οι σκανδιναβικές τα σκανδιναβικά
      γενική των σκανδιναβικών των σκανδιναβικών των σκανδιναβικών
    αιτιατική τους σκανδιναβικούς τις σκανδιναβικές τα σκανδιναβικά
     κλητική σκανδιναβικοί σκανδιναβικές σκανδιναβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκανδιναβικός < Σκανδιναβ(ία) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

σκανδιναβικός -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία