σιτοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.toˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐το‐φό‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίασιτοφόρος, -ος/-α, -ο
- (λόγιο, για μέρη) που μπορεί να καλλιεργήσει σιτάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιτοφόρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)