Δείτε επίσης: Σισύφειος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σισύφειος η σισύφεια το σισύφειο
      γενική του σισύφειου της σισύφειας του σισύφειου
    αιτιατική τον σισύφειο τη σισύφεια το σισύφειο
     κλητική σισύφειε σισύφεια σισύφειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σισύφειοι οι σισύφειες τα σισύφεια
      γενική των σισύφειων των σισύφειων των σισύφειων
    αιτιατική τους σισύφειους τις σισύφειες τα σισύφεια
     κλητική σισύφειοι σισύφειες σισύφεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σισύφειος < αρχαία ελληνική Σισύφειος < Σίσυφος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siˈsi.fi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐σύ‐φει‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

σισύφειος, -α, -ο

  1. ο σχετικός με τον Σίσυφο και με την τιμωρία του, να κουβαλάει ένα βράχο στη κορυφή βουνού που πάντα κυλούσε στην αρχική του θέση
  2. (μεταφορικά) ο δύσκολος και μάταιος, χωρίς αποτέλεσμα

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία