σινοελληνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σινοελληνικός < σινο- + ελληνικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίασινοελληνικός, -ή, -ό
- που αφορά τις σχέσεις Ελλάδας και Κίνας
- Επιπλέον η έλλειψη απευθείας αεροπορικών συνδέσεων μεταξύ των δύο χωρών είναι ένα σημαντικό εμπόδιο που πρέπει να αρθεί με τη δρομολόγηση άμεσων πτήσεων μεταξύ των κύριων κινεζικών πόλεων και των ελληνικών νησιών και άλλων τουριστικών προορισμών, δήλωσε ο κ. Ζου Ξιαολί, πρεσβευτής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στην Ελλάδα, στην ομιλία που απηύθυνε στους συνέδρους στο πλαίσιο του σινοελληνικού σεμιναρίου συνεργασίας στον τουρισμό και προώθησης επενδύσεων για τους κλάδους της κρουαζιέρας και του γιότινγκ της επαρχίας Χαϊνάν. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σινοελληνικός