(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σινεφιλικός η σινεφιλική το σινεφιλικό
      γενική του σινεφιλικού της σινεφιλικής του σινεφιλικού
    αιτιατική τον σινεφιλικό τη σινεφιλική το σινεφιλικό
     κλητική σινεφιλικέ σινεφιλική σινεφιλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σινεφιλικοί οι σινεφιλικές τα σινεφιλικά
      γενική των σινεφιλικών των σινεφιλικών των σινεφιλικών
    αιτιατική τους σινεφιλικούς τις σινεφιλικές τα σινεφιλικά
     κλητική σινεφιλικοί σινεφιλικές σινεφιλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σινεφιλικός (νεολογισμός) < σινεφίλ + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.ne.fi.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐νε‐φι‐λι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

σινεφιλικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία