σιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιμότητα < αρχαία ελληνική σιμότης < σιμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιμότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος σιμός, η ιδιότητα του σιμού
- (ναυτικός όρος) η κυρτότητα του καταστρώματος ενός πλοίου