σηπόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σηπόμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος σήπομαι
Μετοχή επεξεργασία
σηπόμενος, η, ο
- που βρίσκεται σε διαδικασία σήψης, αποσύνθεσης
Μεταφράσεις επεξεργασία
σηπόμενος
|
σηπόμενος, η, ο
|