σηματολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σηματολόγιο | τα | σηματολόγια |
γενική | του | σηματολόγιου & σηματολογίου |
των | σηματολόγιων & σηματολογίων |
αιτιατική | το | σηματολόγιο | τα | σηματολόγια |
κλητική | σηματολόγιο | σηματολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ma.toˈlo.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μα‐το‐λό‐γι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασηματολόγιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) βιβλίο που καταγράφει και ορίζει τα ναυτικά σήματα
- βιβλίο του υπουργείου οικονομικών που είναι καταγεγραμμένα όλα τα εμπορικά σήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναυτικό βιβλίο σημάτων
|
βιβλίο για εμπορικά σήματα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σηματολόγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας