Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σηματογράφος οι σηματογράφοι
      γενική του σηματογράφου των σηματογράφων
    αιτιατική τον σηματογράφο τους σηματογράφους
     κλητική σηματογράφε σηματογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σηματογράφος < σηματο- + -γράφος [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σηματογράφος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία