σηματογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σηματογράφος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) ιστός σε πλοίο ή στην είσοδο λιμανιού, πάνω στον οποίο αναρτώνται σήματα (ειδικά σημαιάκια) επικοινωνίας και μετάδοσης μηνυμάτων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σηματογράφος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σηματογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας