σερμπέτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σερμπέτι | τα | σερμπέτια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σερμπέτι | τα | σερμπέτια |
κλητική | σερμπέτι | σερμπέτια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σερμπέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şerbet < αραβική شرب (şarbat)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασερμπέτι ουδέτερο
- (ποτό) είδος πολύ γλυκού ποτού
- (μεταφορικά) υπερβολικά γλυκό
- (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) τα γλυκόλογα
- αρχίσανε πάλι τα σερμπέτια και δεν μας δίνουν σημασία