Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σερμπέτι τα σερμπέτια
      γενική
    αιτιατική το σερμπέτι τα σερμπέτια
     κλητική σερμπέτι σερμπέτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σερμπέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şerbet < αραβική شرب (şarbat)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σερμπέτι ουδέτερο

  1. (ποτό) είδος πολύ γλυκού ποτού
  2. (μεταφορικά) υπερβολικά γλυκό
  3. (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) τα γλυκόλογα
    αρχίσανε πάλι τα σερμπέτια και δεν μας δίνουν σημασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία