Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεπαλοειδής η σεπαλοειδής το σεπαλοειδές
      γενική του σεπαλοειδούς* της σεπαλοειδούς του σεπαλοειδούς
    αιτιατική τον σεπαλοειδή τη σεπαλοειδή το σεπαλοειδές
     κλητική σεπαλοειδή(ς) σεπαλοειδής σεπαλοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεπαλοειδείς οι σεπαλοειδείς τα σεπαλοειδή
      γενική των σεπαλοειδών των σεπαλοειδών των σεπαλοειδών
    αιτιατική τους σεπαλοειδείς τις σεπαλοειδείς τα σεπαλοειδή
     κλητική σεπαλοειδείς σεπαλοειδείς σεπαλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεπαλοειδής < σέπαλο + -ειδής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /se.pa.lo.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐πα‐λο‐ει‐δής

  Επίθετο επεξεργασία

σεπαλοειδής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία