Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεξεργάτης οι σεξεργάτες
      γενική του σεξεργάτη των σεξεργατών
    αιτιατική τον σεξεργάτη τους σεξεργάτες
     κλητική σεξεργάτη σεξεργάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεξεργάτης < σεξ + εργάτης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sex worker)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /seks.eɾˈɣa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεξ‐ερ‐γά‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεξεργάτης αρσενικό (θηλυκό σεξεργάτρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία