Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεξεργασία οι σεξεργασίες
      γενική της σεξεργασίας των σεξεργασιών
    αιτιατική τη σεξεργασία τις σεξεργασίες
     κλητική σεξεργασία σεξεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεξεργασία < σεξ + εργασία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sex work)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεξεργασία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία