σεξεργασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεξεργασία < σεξ + εργασία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sex work)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεξεργασία θηλυκό
- η αμειβόμενη προσφορά σεξουαλικών υπηρεσιών
- ※ Αφήνοντας απέξω τις όποιες ηθικολογικές προεκτάσεις του ζητήματος, ο ιστορικός εστιάζει στην επανάληψη κοινών αντιλήψεων και αντιδράσεων αναφορικά με τη σεξεργασία, εξετάζοντας κοινωνικοϊστορικά δεδομένα αλλά και τις πολλαπλές εκφράσεις της γυναίκας ιεροδούλου τα πρωτοχριστιανικά χρόνια. (www.lifo.gr, 16.01.2023)
Συγγενικά επεξεργασία
- σεξεργάτης
- σεξεργάτρια
- → δείτε τις λέξεις σεξ, εργασία και έργο