σεμιγδαλένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σεμιγδαλένιος | η | σεμιγδαλένια | το | σεμιγδαλένιο |
γενική | του | σεμιγδαλένιου | της | σεμιγδαλένιας | του | σεμιγδαλένιου |
αιτιατική | τον | σεμιγδαλένιο | τη | σεμιγδαλένια | το | σεμιγδαλένιο |
κλητική | σεμιγδαλένιε | σεμιγδαλένια | σεμιγδαλένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σεμιγδαλένιοι | οι | σεμιγδαλένιες | τα | σεμιγδαλένια |
γενική | των | σεμιγδαλένιων | των | σεμιγδαλένιων | των | σεμιγδαλένιων |
αιτιατική | τους | σεμιγδαλένιους | τις | σεμιγδαλένιες | τα | σεμιγδαλένια |
κλητική | σεμιγδαλένιοι | σεμιγδαλένιες | σεμιγδαλένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεμιγδαλένιος < σεμιγδάλ(ι)[1] + -ένιος
Επίθετο επεξεργασία
σεμιγδαλένιος, -α, -ο
- μορφή του σιμιγδαλένιος
- ↑ λήγουν σε -σεμιγδάλι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)