↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σελινοριζοσαλάτα οι σελινοριζοσαλάτες
      γενική της σελινοριζοσαλάτας
    αιτιατική τη σελινοριζοσαλάτα τις σελινοριζοσαλάτες
     κλητική σελινοριζοσαλάτα σελινοριζοσαλάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σελινοριζοσαλάτα < σελινόριζα + σαλάτα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σελινοριζοσαλάτα θηλυκό

  1. (γαστρονομία): σαλάτα από λεπτές φέτες βρασμένων και ξεφλουδισμένων βολβών σελινόριζας και συνηθέστερα με φέτες ξινόμηλου ανακατεμένα με σάλτσα από το βρασμένο νερό με ξίδι ζάχαρη και αλάτι, προσθέτοντας στο τέλος λάδι.
    η σελινοριζοσαλάτα ταιριάζει περισσότερο με χοιρινό ψητό και μπριζόλες σχάρας.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία