↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σελεμιασμένος η σελεμιασμένη το σελεμιασμένο
      γενική του σελεμιασμένου της σελεμιασμένης του σελεμιασμένου
    αιτιατική τον σελεμιασμένο τη σελεμιασμένη το σελεμιασμένο
     κλητική σελεμιασμένε σελεμιασμένη σελεμιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σελεμιασμένοι οι σελεμιασμένες τα σελεμιασμένα
      γενική των σελεμιασμένων των σελεμιασμένων των σελεμιασμένων
    αιτιατική τους σελεμιασμένους τις σελεμιασμένες τα σελεμιασμένα
     κλητική σελεμιασμένοι σελεμιασμένες σελεμιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σελεμιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σελεμιάζω

σελεμιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία