σεκονταρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεκονταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σεκοντάρω
Μετοχή
επεξεργασίασεκονταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σεκοντάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεκονταρισμένος
|
σεκονταρισμένος, -η, -ο
|