σεισμομετρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεισμομετρικός < σεισμομετρία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
σεισμομετρικός
- που έχει σχέση με τη σεισμομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεισμομετρικός
σεισμομετρικός