Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σείσιμο τα σεισίματα
      γενική του σεισίματος των σεισιμάτων
    αιτιατική το σείσιμο τα σεισίματα
     κλητική σείσιμο σεισίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σείσιμο < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεί‐σι‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σείσιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του ρήματος σείω (κουνάω)
     συνώνυμα: κούνημα, σείση
  2. ο τρόπος που κάποιος σειέται, το λίκνισμα στον τρόπο βαδίσματος
    ※  η μια ήταν, η μάνα, χοντρή, βαριά, με σείσιμο ζωηρό, παλικαρίσιο, με περπάτημα αντρικό (Γιάννης Βλαχογιάννης, Για την αγάπη)
     συνώνυμα: σείσμα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σείω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία