σείσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σείσιμο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsi.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σεί‐σι‐μο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σείσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του ρήματος σείω (κουνάω)
- ο τρόπος που κάποιος σειέται, το λίκνισμα στον τρόπο βαδίσματος
- ※ η μια ήταν, η μάνα, χοντρή, βαριά, με σείσιμο ζωηρό, παλικαρίσιο, με περπάτημα αντρικό (Γιάννης Βλαχογιάννης, Για την αγάπη)
- ≈ συνώνυμα: σείσμα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σείω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .