Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λίκνισμα τα λικνίσματα
      γενική του λικνίσματος των λικνισμάτων
    αιτιατική το λίκνισμα τα λικνίσματα
     κλητική λίκνισμα λικνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λίκνισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λίκνισμα ουδέτερο

  • σχετικά αργή, ρυθμική κίνηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία