Ετυμολογία

επεξεργασία
σείσμα < αρχαία ελληνική σεῖσμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σείσμα ουδέτερο

  • το κούνημα (του σώματος, όταν κάποιος περπατάει)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία