Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σβέσμα τὰ σβέσματα
      γενική τοῦ σβέσματος τῶν σβεσμάτων
      δοτική τῷ σβέσματι τοῖς σβέσμασι(ν)
    αιτιατική τὸ σβέσμα τὰ σβέσματα
     κλητική ! σβέσμα σβέσματα
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σβέσμα < αρχαία ελληνική σβέννυμι + -μα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈzve.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σβέ‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σβέσμα ουδέτερο

  • (καθαρεύουσα) (σπάνιο) το σβήσιμο, κάτι που έχει σβηστεί
    ※  Ἐὰv εἰς τὸ ἔγγραφον ὑπάρχουν σβέσματα, σημειοῦνται ὅλα καὶ καθὲν εἰδικῶς, προσεπισημειουμένης καὶ τῆς γραμμῆς τῆς σελίδος ὅπου τὰ σβέσματα εὐρίσκονται, σημειουμένων τῶν καθαρῶν λέξεων προτοῦ καὶ μετὰ τὸ σβέσμα, καὶ τινὶ τρόπῳ εἶναι καμωμένον τὸ σβέσμα, ἐὰν εἶναι ὁρατὰ ἣ καταληπτὰ τὰ ἐσβεσμένα, καὶ ἃν εἶναι ὁρατὸν ἣ καταληπτὸν τὸ διαλαμβανόμενον.
    «Εγκληματική διαδικασία - Κεφάλαιον Γ′. Περί της εξεταστικής Αστυνομίας», Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, 13 Σεπτεμβρίου 1830 @books.google
    ※  Εἰς τὰ βιβλία τῶν ὑποθηκῶν τὰ σβέσματα γίνονται ἀντικρὺ τῶν ἀρμοδίων ἐγγραφῶν ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ μέρους, ἑπομένως ἀπαγορεύονται τὰ εἰς τὸ σῶμα τῆς ἐγγραφῆς ξέσματα, μεσόστιχα, καθὼς αἱ παρεγγραφαὶ καὶ αἰ παρενθέσεις καὶ ἀφαιρέσεις τῶν φύλλων τοῦ βιβλίου τῶν ὑποθηκῶν.
    «Πολιτικοί νόμοι - Κεφάλαιον Έννατον, Τμήμα Πρώτον, Περί των βιβλίων των υποθηκών», Κώδικες @books.google
    ※  Περὶ τῆς τακτικῆς κρατήσεως τῶν βιβλίων, ἄνευ σβέσματος, ξέσματος, ἣ παρεγγραφῆς, ἡ Κυβέρνησις καὶ ἡ Ἰερὰ Σύνοδος θέλουσι πληροφορεῖσθαι ἑκάστοτε δι’ ἐπίτηδες ἀπεσταλμένου, ὁπουδήποτε ἣ ὁποτεδήποτε ἥθελον κρίνει ἐκ συμφώνου ἀναγκαίαν τοιαύτην ἀποστολήν.
    «Διάταγμα περί διαιρέσεως των ενοριών κατά πόλεις, κωμοπόλεις και χωρία», Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αριθ. 26, 26 Ιουνίου 1856. @books.google