σαφάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαφάρι | τα | σαφάρια |
γενική | του | σαφαριού | των | σαφαριών |
αιτιατική | το | σαφάρι | τα | σαφάρια |
κλητική | σαφάρι | σαφάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαφάρι < (άμεσο δάνειο) αγγλική safari < σουαχίλι safari (ταξίδι) < αραβική سفر (safar) (ταξίδι, εκστρατεία) < ρίζα س ف ر (s-f-r)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαφάρι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σαφάρι στη Βικιπαίδεια