Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαξονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Σύνθετα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σαξονικ
ός
η
σαξονικ
ή
το
σαξονικ
ό
γενική
του
σαξονικ
ού
της
σαξονικ
ής
του
σαξονικ
ού
αιτιατική
τον
σαξονικ
ό
τη
σαξονικ
ή
το
σαξονικ
ό
κλητική
σαξονικ
έ
σαξονικ
ή
σαξονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σαξονικ
οί
οι
σαξονικ
ές
τα
σαξονικ
ά
γενική
των
σαξονικ
ών
των
σαξονικ
ών
των
σαξονικ
ών
αιτιατική
τους
σαξονικ
ούς
τις
σαξονικ
ές
τα
σαξονικ
ά
κλητική
σαξονικ
οί
σαξονικ
ές
σαξονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαξονικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σαξονικός, -ή, -ό
σχετικός με τους
Σάξονες
Σύνθετα
επεξεργασία
αγγλοσαξονικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαξονικός
γαλλικά
:
saxon
(fr)