σαντουροβιόλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαντουροβιόλι | τα | σαντουροβιόλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σαντουροβιόλι | τα | σαντουροβιόλια |
κλητική | σαντουροβιόλι | σαντουροβιόλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαντουροβιόλι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαντουροβιόλι
|