κομπανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομπανία < (άμεσο δάνειο) ιταλική compagnia [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kom.paˈni.a/ & /kom.baˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐πα‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομπανία θηλυκό
- συντροφιά φίλων, παρέα
- ⮡ Ὕστερα πιάσετε κομπανία μὲ Ζαΐμη, Ντεληγιανναίους κι' ἄλλους πολλούς. (Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, Επίλογος)
- (μουσική) λαϊκό μουσικό συγκρότημα
- ⮡ Στο μαγαζί έπαιζε ο Τσιτσάνης με την κομπανία του.
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομπανία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κομπανία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας