σαντούρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαντούρι | τα | σαντούρια |
γενική | του | σαντουριού | των | σαντουριών |
αιτιατική | το | σαντούρι | τα | σαντούρια |
κλητική | σαντούρι | σαντούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαντούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική santur < περσική سنتور
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαντούρι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) ανατολίτικο έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δύο λεπτές ράβδους (μπαγκέτες)
- —Ζορμπά [...] Θα τρώμε και θα πίνουμε μαζί. Κι ύστερα θα παίζεις σαντούρι.
—Αν έχω κέφι, ακούς; Αν έχω κέφι. Να σου δουλεύω όσο θες σκλάβος σου! Μα το σαντούρι είναι άλλο πράμα. Είναι θεριό, θέλει λευτεριά. Αν έχω κέφι, θα παίζω· θα τραγουδώ κιόλα. Και θα χορεύω....
- —Ζορμπά [...] Θα τρώμε και θα πίνουμε μαζί. Κι ύστερα θα παίζεις σαντούρι.
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σαντούρι στη Βικιπαίδεια