σαμιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαμιακός | η | σαμιακή | το | σαμιακό |
γενική | του | σαμιακού | της | σαμιακής | του | σαμιακού |
αιτιατική | τον | σαμιακό | τη | σαμιακή | το | σαμιακό |
κλητική | σαμιακέ | σαμιακή | σαμιακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαμιακοί | οι | σαμιακές | τα | σαμιακά |
γενική | των | σαμιακών | των | σαμιακών | των | σαμιακών |
αιτιατική | τους | σαμιακούς | τις | σαμιακές | τα | σαμιακά |
κλητική | σαμιακοί | σαμιακές | σαμιακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαμιακός < αρχαία ελληνική
Επίθετο
επεξεργασίασαμιακός, -ή, -ό
- που αναφέρεται, ανήκει, συνέβη στη Σάμο ή σχετίζεται με αυτήν