σαμάνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαμάνος | οι | σαμάνοι |
γενική | του | σαμάνου | των | σαμάνων |
αιτιατική | τον | σαμάνο | τους | σαμάνους |
κλητική | σαμάνε | σαμάνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαμάνος αρσενικό
- (θρησκεία) μάγος, ιερέας, εκπρόσωπος αρχέγονης, παγανιστικής θρησκείας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαμάνος
- ↑ σαμάνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας