Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ένας σαμάνος στο νησί Olkhon Island της Σιβηρίας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαμάνος οι σαμάνοι
      γενική του σαμάνου των σαμάνων
    αιτιατική τον σαμάνο τους σαμάνους
     κλητική σαμάνε σαμάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαμάνος < (λόγιο δάνειο) γαλλική chaman[1] < ρωσική шаман (šamán)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαμάνος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία