Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαμάν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαμάν
<
γαλλική
chaman
<
ρωσική
шаман
(šamán)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαμάν
αρσενικό ή θηλυκό
άκλιτο
(
θρησκεία
) (
σπάνιο
)
άλλη μορφή
του
σαμάνος