Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαμάν < γαλλική chaman < ρωσική шаман (šamán)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαμάν αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο