σαμανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαμανισμός < γαλλική chamanisme < chaman < ρωσική шаман (šamán)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.ma.niˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαμανισμός αρσενικό
- (θρησκεία) θρησκευτική / μυστικιστική / μαγική πρακτική που σχετίζεται με τις ενέργειες και τις ικανότητες των σαμάνων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σαμάνος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαμανισμός