σαλωνίτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σαλωνίτικος < Σαλωνίτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.loˈni.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λω‐νί‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασία
σαλωνίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τα Σάλωνα ή τους κατοίκους τους
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαλωνίτικος
|