πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαλωνίτικος η σαλωνίτικη το σαλωνίτικο
      γενική του σαλωνίτικου της σαλωνίτικης του σαλωνίτικου
    αιτιατική τον σαλωνίτικο τη σαλωνίτικη το σαλωνίτικο
     κλητική σαλωνίτικε σαλωνίτικη σαλωνίτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαλωνίτικοι οι σαλωνίτικες τα σαλωνίτικα
      γενική των σαλωνίτικων των σαλωνίτικων των σαλωνίτικων
    αιτιατική τους σαλωνίτικους τις σαλωνίτικες τα σαλωνίτικα
     κλητική σαλωνίτικοι σαλωνίτικες σαλωνίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σαλωνίτικος < Σαλωνίτ(ης) + -ικος
ΔΦΑ : /sa.loˈni.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαλωνίτικος

σαλωνίτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τα Σάλωνα ή τους κατοίκους τους

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία