Σάλωνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Σάλωνα | ||
γενική | των | Σαλώνων | ||
αιτιατική | τα | Σάλωνα | ||
κλητική | Σάλωνα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σάλωνα < μεσαιωνική ελληνική Σάλωνα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsa.lo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σά‐λω‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣάλωνα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σάλωνα < εικάζονται ότι: η ονομασία δόθηκε από το Φράγκο βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό από παραφθορά του Σαλονίκη· προέκυψε από το σάλος, λόγω της σεισμικής δραστηριότητας στην περιοχή· προέρχεται από το ἔσω ἁλώνια[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣάλωνα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Άμφισσα