Άμφισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Άμφισσα | οι | Άμφισσες |
γενική | της | Άμφισσας & Άμφισσης |
των | (Αμφισσών) |
αιτιατική | την | Άμφισσα | τις | Άμφισσες |
κλητική | Άμφισσα | Άμφισσες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Άμφισσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἄμφισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈaɱ.fi.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Άμ‐φισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Άμφισσα θηλυκό
- η πρωτεύουσα της Φωκίδας
- ※ Άμφισσα είναι μια πόλη αμετανόητα ρομαντική, κάτι που δεν φαντάζεται κανείς μέχρι να την περπατήσει και να γνωρίσει τους ανθρώπους της. Ιδιαίτερα τις ημέρες του Τριωδίου, που ο μύθος ζωντανεύει και το στοιχειό του Κωνσταντή ξυπνάει, ξεσηκώνοντας ντόπιους κι επισκέπτες σ’ ένα μοναδικό αποκριάτικο έθιμο.
- Βασιλική Κεράστα, Στην Άμφισσα του Κωνσταντή, Η Καθημερινή, 8 Φεβρουαρίου 2008
- παλιότερη ονομασία: τα Σάλωνα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- ※ Άμφισσα είναι μια πόλη αμετανόητα ρομαντική, κάτι που δεν φαντάζεται κανείς μέχρι να την περπατήσει και να γνωρίσει τους ανθρώπους της. Ιδιαίτερα τις ημέρες του Τριωδίου, που ο μύθος ζωντανεύει και το στοιχειό του Κωνσταντή ξυπνάει, ξεσηκώνοντας ντόπιους κι επισκέπτες σ’ ένα μοναδικό αποκριάτικο έθιμο.
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Άμφισσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Άμφισσα
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)