Σάλονα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Σάλονα | ||
γενική | των | Σαλόνων | ||
αιτιατική | τα | Σάλονα | ||
κλητική | Σάλονα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σάλονα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsa.lo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σά‐λο‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣάλονα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) (πόλη) άλλη μορφή του Σάλωνα