Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλμονέλα οι σαλμονέλες
      γενική της σαλμονέλας των σαλμονελών
    αιτιατική τη σαλμονέλα τις σαλμονέλες
     κλητική σαλμονέλα σαλμονέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλμονέλα < νεολατινική salmonella < Daniel Elmer Salmon (1850–1914) +‎ -ella

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sal.moˈne.la/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαλμονέλα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία