πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραβδοειδής η ραβδοειδής το ραβδοειδές
      γενική του ραβδοειδούς* της ραβδοειδούς του ραβδοειδούς
    αιτιατική τον ραβδοειδή τη ραβδοειδή το ραβδοειδές
     κλητική ραβδοειδή(ς) ραβδοειδής ραβδοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραβδοειδείς οι ραβδοειδείς τα ραβδοειδή
      γενική των ραβδοειδών των ραβδοειδών των ραβδοειδών
    αιτιατική τους ραβδοειδείς τις ραβδοειδείς τα ραβδοειδή
     κλητική ραβδοειδείς ραβδοειδείς ραβδοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ραβδοειδής -ής -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία