↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σακχαροποιήσιμος η σακχαροποιήσιμη το σακχαροποιήσιμο
      γενική του σακχαροποιήσιμου της σακχαροποιήσιμης του σακχαροποιήσιμου
    αιτιατική τον σακχαροποιήσιμο τη σακχαροποιήσιμη το σακχαροποιήσιμο
     κλητική σακχαροποιήσιμε σακχαροποιήσιμη σακχαροποιήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σακχαροποιήσιμοι οι σακχαροποιήσιμες τα σακχαροποιήσιμα
      γενική των σακχαροποιήσιμων των σακχαροποιήσιμων των σακχαροποιήσιμων
    αιτιατική τους σακχαροποιήσιμους τις σακχαροποιήσιμες τα σακχαροποιήσιμα
     κλητική σακχαροποιήσιμοι σακχαροποιήσιμες σακχαροποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακχαροποιήσιμος < σακχαροποιώ + -σιμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σακχαροποιήσιμος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • σακχαροποιήσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)