σακχαροποιήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σακχαροποιήσιμος < σακχαροποιώ + -σιμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασακχαροποιήσιμος αρσενικό ή θηλυκό
- (χημεία) που είναι δυνατόν να σακχαροποιηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία σακχαροποιήσιμος
|
Πηγές
επεξεργασία- σακχαροποιήσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)