σακχαροποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σακχαροποιώ < σάκχαρο + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική saccharify)
Ρήμα
επεξεργασίασακχαροποιώ (παθητική φωνή: σακχαροποιούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- σακχαροποίηση
- σακχαροποιήσιμος
- σακχαροποιητής
- σακχαροποιητικός
- σακχαροποιία
- σακχαροποιός
- → δείτε τις λέξεις σάκχαρο και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σακχαροποιώ | σακχαροποιούσα | θα σακχαροποιώ | να σακχαροποιώ | σακχαροποιώντας | |
β' ενικ. | σακχαροποιείς | σακχαροποιούσες | θα σακχαροποιείς | να σακχαροποιείς | (σακχαροποίει) | |
γ' ενικ. | σακχαροποιεί | σακχαροποιούσε | θα σακχαροποιεί | να σακχαροποιεί | ||
α' πληθ. | σακχαροποιούμε | σακχαροποιούσαμε | θα σακχαροποιούμε | να σακχαροποιούμε | ||
β' πληθ. | σακχαροποιείτε | σακχαροποιούσατε | θα σακχαροποιείτε | να σακχαροποιείτε | σακχαροποιείτε | |
γ' πληθ. | σακχαροποιούν(ε) | σακχαροποιούσαν(ε) | θα σακχαροποιούν(ε) | να σακχαροποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σακχαροποίησα | θα σακχαροποιήσω | να σακχαροποιήσω | σακχαροποιήσει | ||
β' ενικ. | σακχαροποίησες | θα σακχαροποιήσεις | να σακχαροποιήσεις | σακχαροποίησε | ||
γ' ενικ. | σακχαροποίησε | θα σακχαροποιήσει | να σακχαροποιήσει | |||
α' πληθ. | σακχαροποιήσαμε | θα σακχαροποιήσουμε | να σακχαροποιήσουμε | |||
β' πληθ. | σακχαροποιήσατε | θα σακχαροποιήσετε | να σακχαροποιήσετε | σακχαροποιήστε | ||
γ' πληθ. | σακχαροποίησαν σακχαροποιήσαν(ε) |
θα σακχαροποιήσουν(ε) | να σακχαροποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σακχαροποιήσει | είχα σακχαροποιήσει | θα έχω σακχαροποιήσει | να έχω σακχαροποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σακχαροποιήσει | είχες σακχαροποιήσει | θα έχεις σακχαροποιήσει | να έχεις σακχαροποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σακχαροποιήσει | είχε σακχαροποιήσει | θα έχει σακχαροποιήσει | να έχει σακχαροποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σακχαροποιήσει | είχαμε σακχαροποιήσει | θα έχουμε σακχαροποιήσει | να έχουμε σακχαροποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σακχαροποιήσει | είχατε σακχαροποιήσει | θα έχετε σακχαροποιήσει | να έχετε σακχαροποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σακχαροποιήσει | είχαν σακχαροποιήσει | θα έχουν σακχαροποιήσει | να έχουν σακχαροποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σακχαροποιώ
Πηγές
επεξεργασία- σακχαροποιώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)